- ὑπόβαθρον
- ὑπόβαθρονanything put underneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποβάθροις — ὑπόβαθρον anything put under neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβάθρου — ὑπόβαθρον anything put under neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβάθρων — ὑπόβαθρον anything put under neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβάθρῳ — ὑπόβαθρον anything put under neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόβαθρο — το / ὑπόβαθρον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βάση πάνω στην οποία στηρίζεται μια κατασκευή ή ένα φυσικό ή τεχνητό σύστημα 2. (γεωλ. πετρογρ.) το στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από άμμους, ιλύ, αργίλους ή άλλα χαλαρά… … Dictionary of Greek
ὑπόβαθρα — plinth fem nom/voc sg ὑπόβαθρον anything put under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)